- ἐπιβασίᾳ
- ἐπιβασίαι , ἐπιβασίαwrongful entryfem nom/voc plἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασίαwrongful entryfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβασία — ἐπιβασία, η (Α) 1. βάδισμα πάνω σε κάτι 2. είσοδος σε κάποιο χώρο όπου δεν έχει κάποιος δικαίωμα να μπει … Dictionary of Greek
ἐπιβασίαι — ἐπιβασία wrongful entry fem nom/voc pl ἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασία wrongful entry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβασίαν — ἐπιβασίᾱν , ἐπιβασία wrongful entry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)